περιμάρμαρος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ον,
A sparkling, π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος Hymn.Is. 165.
Greek (Liddell-Scott)
περιμάρμαρος: ὁ, ὁ πανταχόθεν μαρμαίρων, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἄνδρου Kaib. epigr. gr. 1028.
Greek Monolingual
-ον, Α περιμαρμαίρω
αυτός που λαμποκοπά από όλες τις μεριές.