αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
-άομαι, Αμυκώμαι, αντηχώ δυνατά ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μυκῶμαι «μουγκρίζω»].