περιδιάβαση

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source

Greek Monolingual

η / περιδιάβασις, -άσεως, ΝΜ
1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα
2. ψυχαγωγία, διασκέδαση
3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ. περιδιάβασις, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].