περιδιάβαση

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

η / περιδιάβασις, -άσεως, ΝΜ
1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα
2. ψυχαγωγία, διασκέδαση
3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ. περιδιάβασις, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].