περίθαλψη
From LSJ
Greek Monolingual
η / περίθαλψις, -άψεως, ΝΜ περιθάλπω
η παροχή προστασίας και φροντίδας σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη
νεοελλ.
φρ. «κοινωνική περίθαλψη» — τομέας του κρατικού προγράμματος κοινωνικών υπηρεσιών για την παροχή οικονομικής, ιατρικής κ.ά. αρωγής και προστασίας στους αναξιοπαθούντες και ιδίως στους απόρους και ασθενείς.