περίθαλψη

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

η / περίθαλψις, -άψεως, ΝΜ περιθάλπω
η παροχή προστασίας και φροντίδας σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη
νεοελλ.
φρ. «κοινωνική περίθαλψη» — τομέας του κρατικού προγράμματος κοινωνικών υπηρεσιών για την παροχή οικονομικής, ιατρικής κ.ά. αρωγής και προστασίας στους αναξιοπαθούντες και ιδίως στους απόρους και ασθενείς.