περίθαλψις

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, das Erwärmen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίθαλψις: -εως, ἡ, τὸ περιθάλπειν, Ἱσ. Πορφυρογέν. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. (Exc.) σ. 278.