περίθαλψις
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
German (Pape)
[Seite 576] ἡ, das Erwärmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίθαλψις: -εως, ἡ, τὸ περιθάλπειν, Ἱσ. Πορφυρογέν. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. (Exc.) σ. 278.