περιστίχω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

German (Pape)

[Seite 594] s. περιστίζω.

French (Bailly abrégé)

ranger tout autour.
Étymologie: περί, στίχω.

Greek Monolingual

-άω, Α
στέκομαι ολόγυρα κατά σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -στιχῶ (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. ομο-στιχώ].