πευκαλέος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

German (Pape)

[Seite 607] = ξηρός, nur bei Hesych.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
ξηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + επίθημα -αλέος μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. πεῦκος (βλ. λ. πεύκη), πρβλ. κερδ-αλέος: κέρδος.