πιθηκοφαγώ
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
-έω, Α
τρώγω κρέας πιθήκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -φαγῶ (< -φαγος < θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αορ. β' του ἐσθίω), πρβλ. σαρκο-φαγώ].