πιστοφύλαξ
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,
A guardian of truth, Orph.H.8.17.
German (Pape)
[Seite 621] ακος, Wächter, Wächterinn der Treue, Orph. H. 8, 17.
Greek (Liddell-Scott)
πιστοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φύλαξ τῆς ἀληθείας, Ὀρφ. Ὕμν. 7. 17.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Α
ο φύλακας της πίστης, της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις + φύλαξ.