πίτα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. πίττα και πήττα, η, Ν
1. είδος ψωμιού με πλατύ και χαμηλό σχήμα που παρασκευάζεται συνήθως άζυμο με ποικίλους τρόπους και σε διάφορες περιστάσεις και ονομάζεται, αντίστοιχα, φανουρόπιτα, βασιλόπιτα, βουδόπιτα, περπατόπιτα κ.λπ.
2. ονομασία φαγητών και γλυκισμάτων που παρασκευάζονται από λεπτά φύλλα ζύμης με ενδιάμεσα στρώματα άλλων υλικών από τα οποία και παίρνουν τις διάφορες ονομασίες τους, όπως λ.χ. τυρόπιτα, σπανακόπιτα, κοτόπιτα, κολοκυθόπιτα κ.λπ.
3. η κηρήθρα
4. φρ. α) «έγινε πίτα»
i) ισοπεδώθηκε καταπλακώθηκε
ii) μτφ. (για πρόσ.) έχασε τις αισθήσεις του από το μεθύσι ή από τα ναρκωτικά
β) «τον έκανα πίτα» — τον κατανίκησα, τον διέλυσα
5. παροιμ. α) «από πίτα που δεν τρως τί σε μέλλει κι αν καεί» — λέγεται για ὁσους αναμιγνύονται σε ξένες υποθέσεις
β) «και την πίτα ολόκληρη [ή σωστή] και τον σκύλο χορτάτο» — λέγεται για όσους επιδιώκουν να ωφεληθούν χωρίς να θυσιάσουν το παραμικρό
γ) «πέσε πίτα να σέ φάω» — λέγεται για εκείνους που τά θέλουν όλα έτοιμα, που τά περιμένουν από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pitta < λατ. picta < αρχ. ελλ. πηκτή «είδος βραστού φαγητού με πηγμένο ζωμό». Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αρχ. ελλ. πίττα «πίσσα» και έχει τη σημ. «άρτος που απλώνεται όπως η χυτή πίσσα»].