πλαϊνός

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

{{grml |mltxt=και πλαγινός, -ή, -ό, Ν [[πλάι/ πλάγι
1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνή
ο γείτονας, ο ένοικος του διπλανού σπιτιού. }}