πλακοειδής
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. αυτός που έχει σχήμα πλάκας
2. φρ. «πλακοειδές κολλέγχυμα»
βοτ. τύπος κολλεγχύματος στο οποίο η πάχυνση τών κυτταρικών τοιχωμάτων του τελείται στις εφαπτόμενες επιφάνειές τους
β) «πλακοειδές λέπι»
ζωολ. τύπος αδρού λεπιού τών σελάχιων Ιχθύων, που έχει τη δομή δοντιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + -ειδής].