πλακοειδής
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. αυτός που έχει σχήμα πλάκας
2. φρ. «πλακοειδές κολλέγχυμα»
βοτ. τύπος κολλεγχύματος στο οποίο η πάχυνση τών κυτταρικών τοιχωμάτων του τελείται στις εφαπτόμενες επιφάνειές τους
β) «πλακοειδές λέπι»
ζωολ. τύπος αδρού λεπιού τών σελάχιων Ιχθύων, που έχει τη δομή δοντιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + -ειδής].