πλακοστρώνω

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

Ν
1. επιστρώνω τοίχο ή δάπεδο με πλάκες («τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροχτισμένα / με τις μεγάλες τες αυλές και τες πλακοστρωμένες», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + στρώνω].