πλακάκι
From LSJ
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
Greek Monolingual
το, Ν πλάκα
1. μικρή πλάκα
2. τεχνολ. πλάκα μικρών διαστάσεων, από 15x15 εκατοστόμετρα έως 50x50 εκατοστόμετρα, και μικρού πάχους, συνήθως μικρότερου του ενός εκατοστομέτρου, που συνήθως είναι τετράγωνη και σπανιότερα εξαγωνική, κατασκευάζεται από διάφορα υλικά, όπως μάρμαρο, κεραμεικά, πορσελάνη, και χρησιμοποιείται στις πλακοστρώσεις
3. στον πληθ. τα πλακάκια
είδος λαϊκού τυχερού παιχνιδιού
4. φρ. «τά κάνανε πλακάκια» — συγκάλυψαν σκανδαλώδη υπόθεση.