πλακάκι

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Greek Monolingual

το, Ν πλάκα
1. μικρή πλάκα
2. τεχνολ. πλάκα μικρών διαστάσεων, από 15x15 εκατοστόμετρα έως 50x50 εκατοστόμετρα, και μικρού πάχους, συνήθως μικρότερου του ενός εκατοστομέτρου, που συνήθως είναι τετράγωνη και σπανιότερα εξαγωνική, κατασκευάζεται από διάφορα υλικά, όπως μάρμαρο, κεραμεικά, πορσελάνη, και χρησιμοποιείται στις πλακοστρώσεις
3. στον πληθ. τα πλακάκια
είδος λαϊκού τυχερού παιχνιδιού
4. φρ. «τά κάνανε πλακάκια» — συγκάλυψαν σκανδαλώδη υπόθεση.