πλατύρρις
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ,
A broad-nosed, Str.2.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύρρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ πλατεῖαν ἔχων ῥῖνα, Στράβ. 96.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ)
aux larges narines, au gros nez.
Étymologie: πλατύς, ῥίς.
Greek Monolingual
-ινος, ὁ, ἡ, Α
βλ. πλατύρρινος.