πλεονοδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονοδάκτῠλος Medium diacritics: πλεονοδάκτυλος Low diacritics: πλεονοδάκτυλος Capitals: ΠΛΕΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pleonodáktylos Transliteration B: pleonodaktylos Transliteration C: pleonodaktylos Beta Code: pleonoda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος.