Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: πλεονοδάκτῠλος | Medium diacritics: πλεονοδάκτυλος | Low diacritics: πλεονοδάκτυλος | Capitals: ΠΛΕΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ |
Transliteration A: pleonodáktylos | Transliteration B: pleonodaktylos | Transliteration C: pleonodaktylos | Beta Code: pleonoda/ktulos |
ον,
A having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.
-ον, Α
αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο-δάκτυλος.