πισωγύρισμα
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
Greek Monolingual
το, Ν πισωγυρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πισωγυρίζω
2. αναποδογύρισμα
3. στον πληθ. τα πισωγυρίσματα
(για κοινωνικά φαινόμενα) επιστροφή στο παρελθόν, σε προγενέστερες καταστάσεις, τάση προς τον συντηρητισμό.