πισωγύρισμα
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν πισωγυρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πισωγυρίζω
2. αναποδογύρισμα
3. στον πληθ. τα πισωγυρίσματα
(για κοινωνικά φαινόμενα) επιστροφή στο παρελθόν, σε προγενέστερες καταστάσεις, τάση προς τον συντηρητισμό.