ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
η / πλῆξις, -εως, ΝΜΑ πλήσσω
νεοελλ.
η κατάσταση κατά την οποία πλήττει κάποιος, ανία, βαριεστημάρα
μσν.-αρχ.
το να πλήττει, να χτυπάει κάποιος κάτι.