λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
-ές, Μ
(για την Εύα) αυτή που γεννήθηκε από την πλευρά του Αδάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. γυναικο-φυής, πετρο-φυής].