Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ους, ουν :contr. att.au large courant.Étymologie: πλατύς, ῥέω.
-ουν και -οος, -οον, Α(ποιητ. τ.) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ ρεύμα («ὅς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ- + ῥόος, ῥοῦς (< ῥέω)].