πλατύρρους

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
(ποιητ. τ.) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ ρεύμα («ὅς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ- + ῥόος, ῥοῦς (< ῥέω)].