πλουσιόχειρ

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουσιόχειρ Medium diacritics: πλουσιόχειρ Low diacritics: πλουσιόχειρ Capitals: ΠΛΟΥΣΙΟΧΕΙΡ
Transliteration A: plousiócheir Transliteration B: plousiocheir Transliteration C: plousiocheir Beta Code: plousio/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A open-handed, Hsch. s.v. ὀμπνιόχειρ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουσιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, μεγαλόδωρος, «ἀνοικτοχέρης», Ἡσύχ. ἐν λ. ὀμπνιόχειρ.

Greek Monolingual

-ειρος, ὁ, ἡ, Α
1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονό-χειρ, ομπνιό-χειρ].