πλατύπεδος

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύπεδος Medium diacritics: πλατύπεδος Low diacritics: πλατύπεδος Capitals: ΠΛΑΤΥΠΕΔΟΣ
Transliteration A: platýpedos Transliteration B: platypedos Transliteration C: platypedos Beta Code: platu/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with broad fields, Sch.Hes.Th.117.

German (Pape)

[Seite 627] mit breiter Fläche (?).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύπεδος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα πεδία, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Θεογ. 117· πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ εὐρύστερνος: «γαῖαν εὐρύστερνον· πλατεῖαν, πλατύπεδον».

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πλατιά πεδία, πλατιές επιφάνειες («γαῑαν εὐρύστερνον, πλατεῑαν, πλατύπεδον», Σχόλ. Ησιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -πέδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ-πεδος].