πολιεύς

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, der Städtische, Stadtbeschützende, Beiname des Zeus; Arist. de mund. 7; Inscr., wo der gen. auch πολιῶς lautet. Vgl. πολιάς.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
γέροντας που έχει άσπρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «γκρίζος» + κατάλ. -εύς πρβλ. χλωρ-εύς)].