ποιμνιοστάσιο

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
περίφρακτος χώρος όπου σταβλίζονται τα ποίμνια, μαντρί, στάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνιο + -στάσιο (< -στάνης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ποιμνιοστάσιον, μαρτυρείται από το 1851 στον Σ.Α. Κουμανούδη].