πολιτοφύλακας
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
Greek Monolingual
ο / πολιτοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
νεοελλ.
μέλος της πολιτοφυλακής
αρχ.
(ως αξίωμα) φρουρός τών πολιτών.