πολιτοφύλακας

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source

Greek Monolingual

ο / πολιτοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
νεοελλ.
μέλος της πολιτοφυλακής
αρχ.
(ως αξίωμα) φρουρός τών πολιτών.