πολίχνη
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ἡ, Dim. of πόλις,
A fort, small town, Th.7.4, Call.Del.41. Plu. Tim.11, etc.; in earlier writers only as pr. n., Πολίχνη, Att. Πολίχνᾱ, a city in Chios, Hdt.6.26; in Ionia, Th.8.14, etc.; in the Megarid, v.l. in Il.2.557:—hence Πολιχνῖται, οἱ, inhabitants of a city in Crete, Hdt.7.170.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, dim. von πόλις, Städtchen; Thuc. 8, 14; Plut. Timol. 11; Callim. Del. 41.
Greek (Liddell-Scott)
πολίχνη: ἡ, (πόλις) μικρὰ πόλις, σπάνιος ὑποκορ. τύπος, Καλλ. εἰς Δῆλ. 41, Πλουτ. Τιμολ. 11, κτλ., ἀλλ’ ἀπαντᾷ παρὰ προγενεστέροις συγγραφ. ὡς κύρ. ὄν. Πολίχνη, Ἀττ. Πολίχνᾱ, πόλις ἐν Χίῳ, Ἡρόδ. 6. 26· ἐν Κρήτῃ, ὁ αὐτ. 7. 710, κτλ.· ἐν Ἰωνίᾳ, Θουκ. 8. 14· κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
petite ville.
Étymologie: πόλις.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
μικρή πόλη
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Πολίχνη, αττ. τ. Πολίχνα
α) η πόλη της Χίου
β) πόλη της Ιωνίας
γ) πόλη στη Μεγαρίδα
δ) πόλη της δυτικής Κρήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + υποκορ. κατάλ. -ίχνη (πρβλ. κυλ-ίχνη, πελ-ίχνη)].