Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυκατέργαστος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκατέργαστος Medium diacritics: πολυκατέργαστος Low diacritics: πολυκατέργαστος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polykatérgastos Transliteration B: polykatergastos Transliteration C: polykatergastos Beta Code: polukate/rgastos

English (LSJ)

ον, = foreg., ib.4.135.    II gloss on ἀτμένιος, Sch.Nic.Al.178.

German (Pape)

[Seite 664] vielfach od. von Vielen bearbeitet, Schol. Il. 4, 135 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκατέργαστος: -ον, ὁ ποικίλως εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 135.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με πολλούς τρόπους
2. αυτός που έχει υποστεί πολλή κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κατέργαστος (< κατεργάζομαι), πρβλ. ευ-κατέργαστος].