πολύθρους

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att. p. πολύθροος.

Greek Monolingual

-ουν και πολύθροος, -οον, Α
πολυθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό-θρους/ποικιλό-θροος].