πολύκεστος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A with much needle-work, well-stitched, ἱμάς Il.3.371. (For -κεντ-τος.)

German (Pape)

[Seite 664] viel od. reich gestickt, ἱμάς, ein viel durchnähter, gesteppter Riemen, Il. 3, 371, πολύῤῥαφος u. ποικίλος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκεστος: -ον, «πολυκέντητος, πολύρραφος, ποικίλος» (Σχόλ.), ἱμὰς Ἰλ. Γ. 371.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
orné de broderies ou de dessins variés.
Étymologie: πολύς, κεστός.

English (Autenrieth)

(κεντέω): much or richly embroidered, Il. 3.371†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) πολυκέντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κεστός «στολισμένος με κεντίδια» (< κεντῶ)].