πολύνυμφος
From LSJ
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
Full diacritics: πολύνυμφος | Medium diacritics: πολύνυμφος | Low diacritics: πολύνυμφος | Capitals: ΠΟΛΥΝΥΜΦΟΣ |
Transliteration A: polýnymphos | Transliteration B: polynymphos | Transliteration C: polynymfos | Beta Code: polu/numfos |
ον,
A with many brides, Poll.3.48.
[Seite 667] mit vielen Bräuten, Poll. 3, 48.
πολύνυμφος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς νύμφας, Πολυδ. Γ΄, 48.
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλές νύφες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος].