πονοκεφαλιάζω

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και πονοκεφαλώ, -άω, Ν πονοκέφαλος
1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του»)
2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι
3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο ή αδιάκοπες ομιλίες.