πουλ
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
το, Ν
(οικον.) είδος άτυπου συνασπισμού ομοειδών επιχειρήσεων με τον οποίο οι επιχειρήσεις αυτές επιδιώκουν συγκεκριμένο σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pool < γαλλ. poule «κατάθεση χρημάτων κάθε παίκτη στο χαρτοπαίγνιο»].