πουλάκι

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

και παλ. τ. πουλλάκι, το, Ν πουλί
υποκορ. κάθε μικρό πουλί, κυρίως ωδικό («τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στη χαλκουμάτα», δημ. τραγούδι)
2. νεοσσός κότας, κοτοπουλάκι
3. μικρό πέος ή πέος μικρού παιδιού
4. φρ. α) «πουλάκι μου»
i) προσφώνηση αγάπης ή στοργής
ii) ειρωνική προσφώνηση («τί λες, πουλάκι μου»)
β) «πάει το πουλάκι» και «χάθηκε το πουλάκι» — χάθηκε η ευκαιρία.