πουλάδα

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

και παλ. τ. πουλλάδα, η, Ν
1. νεαρή κότα
2. στον πληθ. οι πουλάδες
ζωολ. κοινή ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων υδρόβιων γερανόμορφων πτηνών της οικογένειας ραλλίδες, αλλ. νερόκοτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί + κατάλ. -άδα (πρβλ. αγελ-άδα)].