κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
και παλ. τ. πουλλάδα, η, Ν
1. νεαρή κότα
2. στον πληθ. οι πουλάδες
ζωολ. κοινή ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων υδρόβιων γερανόμορφων πτηνών της οικογένειας ραλλίδες, αλλ. νερόκοτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί + κατάλ. -άδα (πρβλ. αγελ-άδα)].