πράδησις
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
[ᾰ], ιος, ἡ,
A breaking wind, Hp.Prog.11, Coac.485 (v.l. πέρδησις).
Greek (Liddell-Scott)
πράδησις: -εως, ἡ, πέρδησις, τὸ πέρδεσθαι, Ἱππ. Προγν. 40, κτλ. (κατὰ τὰ Ἀντίγραφα τὰ μνημονευόμενα ὑπὸ τοῦ Littré 2, σ. 138· κοινῶς πέρδησις)· πρβλ. πέρδω.
Greek Monolingual
-ήσιος και δ. γρφ
πέρδησις, ἡ, Α
πορδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πράδ-ησις < συνεσταλμένη βαθμίδα πραδ- του πέρδομαι, ενώ ο τ. πέρδ-ησις από την απαθή βαθμίδα].