πραγματοποιώ

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. καθιστώ κάτι πραγματικό, μεταβάλλω κάτι σε πραγματικότητα, υλοποιώ («η πραγματοποίηση του σχεδίου στέφθηκε από επιτυχία»)
2. (κατ' επέκτ.) κατορθώνω, εκπληρώνω, φέρνω εις πέρας, εκτελώ, πραγματώνω («πραγματοποίησε τα όνειρά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].