Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υλοποιώ

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. μεταβάλλω κάτι σε υλικό, μετατρέπω σε ύλη
2. μτφ. πραγματοποιώ, εκπληρώνω, δίνω σάρκα και οστά («υλοποιήθηκαν τα οράματά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ποιώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].