πούλος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

και πούλλος, ο, Ν
1. νεοσσός πτηνού, κυρίως της κότας
2. το φυτό μήκων, κν. παπαρούνα
3. μτφ. πέος
4. φρ. «πήρε τον πούλο» — απέτυχε, δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pullus «νεοσσός»].