πούλος

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

και πούλλος, ο, Ν
1. νεοσσός πτηνού, κυρίως της κότας
2. το φυτό μήκων, κν. παπαρούνα
3. μτφ. πέος
4. φρ. «πήρε τον πούλο» — απέτυχε, δεν κατόρθωσε να κάνει τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pullus «νεοσσός»].