ποῦρος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποῦρος Medium diacritics: ποῦρος Low diacritics: πούρος Capitals: ΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: poûros Transliteration B: pouros Transliteration C: poyros Beta Code: pou=ros

English (LSJ)

ὁ,

   A = πῶρος, SIG245 G22, al. (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
βλ. πῶρος.———————— (II)
-α, -ο, Ν
αμιγής, καθαρός, αγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puro «καθαρός» < λατ. purus «καθαρός»].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πουρί
(με υβριστική σημ.)
1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό
ο παλιόγερος ή η παλιόγρια.