προβατύλλιον
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek (Liddell-Scott)
προβατύλλιον: τό, μικρὸν πρόβατον, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 44, 23, ἔκδ. Λ. ― Ὁ Ἀκομ. ἀναφέρει μετὰ καὶ ἄλλων ὀλίγων τὴν λέξιν ταύτην ὡς ἰδιάζουσαν τοῖς ἐπ’ αὐτοῦ Ἀθηναίοις, ἀλλὰ τὴν σήμερον οὕτω δὲν σῴζεται, καθώς μ’ ἐβεβαίωσαν αὐτόχθονες Ἀθηναῖοι καὶ Ἀθηναῖαι, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
(με υποκορ. σημ.) μικρό πρόβατο, προβατάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + υποκορ. κατάλ. -ύλλιον (πρβλ. ανθ-ύλλιον)].