προκαταρτύω

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A prepare or temper beforehand, Plu.2.31d.

German (Pape)

[Seite 729] vorher zubereiten, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς, Plut. de aud. poet. 10 M., vorher mäßigen.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταρτύω: προπαρασκευάζω, ἢ προδιαθέτω, Πλούτ. 2. 31D.

French (Bailly abrégé)

apprêter ou assaisonner auparavant.
Étymologie: πρό, καταρτύω.

Greek Monolingual

Α
1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω
2. προδιαθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρτύω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»].