προκαταρτύω
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
prepare or temper beforehand, Plu.2.31d.
German (Pape)
[Seite 729] vorher zubereiten, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς, Plut. de aud. poet. 10 M., vorher mäßigen.
French (Bailly abrégé)
apprêter ou assaisonner auparavant.
Étymologie: πρό, καταρτύω.
Russian (Dvoretsky)
προκαταρτύω: подготавливать, т. е. обуздывать (τοὺς ἵππους θυμοειδεῖς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προκαταρτύω: προπαρασκευάζω, ἢ προδιαθέτω, Πλούτ. 2. 31D.
Greek Monolingual
Α
1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω
2. προδιαθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρτύω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»].