προλημματισμός

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

German (Pape)

[Seite 733] ὁ, im Gesange eine eigenthümliche Uebung, Bryen. 3, 3. Vgl. προκρουσμός und πρόληψις.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
προπαρασκευαστική άσκηση στην ψαλμωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λημματισμός «κέρδος, ωφέλεια»].