προλημματισμός
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
German (Pape)
[Seite 733] ὁ, im Gesange eine eigenthümliche Uebung, Bryen. 3, 3. Vgl. προκρουσμός und πρόληψις.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
προπαρασκευαστική άσκηση στην ψαλμωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λημματισμός «κέρδος, ωφέλεια»].