πρόνωτο

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

το, Ν·ζωολ. το ραχιαίο τμήμα του προθώρακα τών εντόμων, που βρίσκεται μπροστά από το μεσόνωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pronotum (< προ- + νώτον)].