προσαγόρευση
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
η / προσαγόρευσις, -εύσεως, ΝΑ προσαγορεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσαγορεύω, προσφώνηση, χαιρετιστήρια αγόρευση
2. απονομή τίτλου.
η / προσαγόρευσις, -εύσεως, ΝΑ προσαγορεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσαγορεύω, προσφώνηση, χαιρετιστήρια αγόρευση
2. απονομή τίτλου.